- φιλάπεπτος
- -ον, Ααυτός που πάσχει από δυσπεψία.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + ἄπεπτος «αυτός που υποφέρει από δυσπεψία»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλαπέπτοις — φιλάπεπτος subject to bad digestion masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)